- λαμπηνικός
- λαμπην-ικός, ή, όν,A like a
λαμπήνη, ἅμαξαι LXX Nu.7.3
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαμπήνη, ἅμαξαι LXX Nu.7.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαμπηνικός — λαμπηνικός, ή, όν (Α) [λαμπήνη] αυτός που μοιάζει με λαμπήνη («ἕξ ἁμάξας λαμπηνικὰς καὶ δώδεκα βόας», ΠΔ) … Dictionary of Greek
ՊԱԼԱՐԱԿԱՊ — ( ) NBH 2 0583 Chronological Sequence: Early classical ա. λαμπήνη, λαμπηνικός . (որպէս փայլուն գահաւորակ.) lampena, currus regius contectus, lectica. Մակդիր գրաստու՝ յորոյ վերայ կապեալ է պալարաձեւ կազմած, այսինքն պաղպաջունք. կամ որ լծեալ է ʼի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
λαμπηνικάς — λαμπηνικά̱ς , λαμπηνικός like a fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)